- γκούζλα ή γκούσλα
- Μουσικό όργανο μονόχορδο ή δίχορδο. Το χρησιμοποιούν οι σλαβόφωνοι λαοί των Βαλκανίων. Το όργανο παίζεται με δοξάρι. Είναι κατασκευασμένο από ξύλο σκαλισμένο σε σχήμα αχλαδιού. Η ανοικτή του πλευρά είναι σκεπασμένη με μία δερμάτινη μεμβράνη και η χορδή του φτιάχνεται από τρίχα ουράς αλόγου. Σε σπάνιες περιπτώσεις υπάρχουν δύο ή και τρεις χορδές. Με το όργανο αυτό συνοδεύονται κυρίως δημοτικά τραγούδια.
Γκούζλα διακοσμημένη με τα εμβλήματα των ηγεμόνων του Μαυροβουνίου.
Dictionary of Greek. 2013.